- εξοργίζω
- εξόργισα, εξοργίστηκα, εξοργισμένος, μτβ.1. κάνω κάποιον να εξοργιστεί, τον εξερεθίζω, τον θυμώνω.2. το μέσ., εξοργίζομαι με πιάνει οργή, θυμώνω πολύ, φουρκίζομαι, γίνομαι έξω φρενών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.